- ἀλκίμα
- ἀλκίμᾱ , ἄλκιμοςstoutfem nom/voc/acc dualἀλκίμᾱ , ἄλκιμοςstoutfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄλκιμα — ἄλκιμος stout neut nom/voc/acc pl ἄλκιμος stout neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλκιμ' — ἄλκιμα , ἄλκιμος stout neut nom/voc/acc pl ἄλκιμα , ἄλκιμος stout neut nom/voc/acc pl ἄλκιμε , ἄλκιμος stout masc voc sg ἄλκιμε , ἄλκιμος stout masc/fem voc sg ἄλκιμαι , ἄλκιμος stout fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύανδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αρκαδίας, γιος του Ερμή και της Θέτιδας. Η λατρεία του, που σχετιζόταν με τον Πάνα, είχε εντοπιστεί περισσότερο στο Παλλάντιο, τον τιμούσαν όμως και στην Τεγέα, στον Φενεό και στην Κυλλήνη. Ήρθε, σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
άλκιμος — η, ο δυνατός, γενναίος: Καμάρωσαν τα άλκιμα νιάτα που παρέλασαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)